- όχθοιβος
- ὄχθοιβος, ὁ (Α)1. πορφυρή ταινία μπροστά και στη μέση τού χιτώνα2. περιλαίμιο («ὄχθοιβος ὅν... ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, αβέβαιης ετυμολ., που αναφέρεται στην ενδυμασία και εμφανίζει επίθημα -βος (πρβλ. κόλλα-βος, κόμ-βος, κόσυμ-βος). Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. από το ουσ. ὄχθος / ὄχθη και τη λ. οἶδος*, που πιθ. να σημαίνει και «λαιμός, τράχηλος». Κατ' άλλους, η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το αριθμητικό ὀκτώ και β' συνθετικό ένα αμάρτυρο ουσ. *οἶβος, (< εἴβω «στάζω»)και σημαίνει «περιδέραιο από οκτώ πολύτιμους λίθους σε σχήμα σταγόνας». Η άποψη, όμως, αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού θα προϋπέθετε έναν αρκτικό δασύ φθόγγο για το β' συνθετικό, ο οποίος δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί].
Dictionary of Greek. 2013.